λογοθεώρητος

λογοθεώρητος
λογο-θεώρητος, ον,
A to be apprehended by the intellect alone, of the pores, Cael. Aur.TP3.2.19, CP2.16, cf. Cic. ap. Macr.Sat.2.3.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λογοθεώρητος — λογοθεώρητος, ον (Α) (για τους πόρους τού σώματος) αυτός που μπορεί να γίνει αντιληπτός μόνο με τον νου, με το λογικό, ο «λόγῳ θεωρητός», σε αντιδιαστολή προς τα πράγματα που γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + θεώρητος… …   Dictionary of Greek

  • λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”